- τοιόσδε
- -οιάδε, -όνδε, ιων. τ. θηλ. και τοιήδε, Α(δεικτ. αντων.) (επιτ. τ. τού τοῑος)1. τέτοιος δα, τέτοιος όπως... («ἀοιδοῡ τοιοῡδ' οἷος ὅδ' ἐστί», Ομ. Οδ.)2. (συχνά με επιτ. σημ.) τόσο μεγάλος, τόσο έξοχος ή τόσο κακός (α. «τοιόσδε τοσόσδε τε λαός», Ομ. Ιλ.β. «oὔ κε κακοὶ τοιούσδε τέκοιεν», Ομ. Οδ.)3. (σε συνεκφορά με την αντων. τις) τέτοιος περίπου («ἴσος δὲ αἰεὶ ῥέει ἔν τε θέρει καὶ ἐν χειμῶνι... κατα τοιόνδε τι», Ηρόδ.)4. (συχνά στους Αττ.) δεικτικό τών αντων. οἷος και ὅς, καθώς και τού συνδ. ὡς5. (το ουδ. με ἀρθρ. ως ουσ.) τo τοιόδετα εξής περίπου6. (το ουδ. χωρίς άρθρ. στον πληθ. ως ουσ.) τοιάδε(σχετικά με διήγηση) τα προηγούμενα («ἔλεγε...τοιάδε», Ηρόδ.)7. φρ. α) «κατὰ τοιόνδε» κατά τέτοιο τρόπο (Ηρόδ.)β) «ἐν τῷ τοιῷδε» — σε τέτοιες περιστάσεις (Ηρόδ.).επίρρ...τοιῶσδε ΜΑκατά τέτοιο ακριβώς τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖος, τοία, τοῖον + εγκλιτικό μόριο δέ (βλ. λ. δε [Ι]), κατά το ὅδε].
Dictionary of Greek. 2013.